- μόλος
- Μυθολογικό πρόσωπο. Νόθος γιος του Δευκαλίωνα, ετεροθαλής αδελφός του Ιδομενέα και πατέρας του Μυριόνη. Στην Ιλιάδα αναφέρεται ότι, όταν ο τελευταίος έφευγε για την Τροία, ο πατέρας του τού έδωσε, για να προστατεύει το κεφάλι του από τα εχθρικά βέλη, τη δερμάτινη περικεφαλαία που του είχε χαρίσει ο Αμφιδάμας, όταν τον φιλοξενούσε στα Κύθηρα. Ο Μ. βίασε κάποτε στις ακτές της Κρήτης κάποια νύμφη, και λίγο αργότερα βρέθηκε αποκεφαλισμένος. Από τότε και μέχρι την εποχή του Πλούταρχου, τελούσαν στην Κρήτη μια γιορτή, στην οποία περιέφεραν στους δρόμους ένα ακέφαλο ανδρείκελο του Μ.
* * *ο (Μ μόλος)1. φυσική ή τεχνητή προεξοχή ξηράς που εισχωρεί στη θάλασσα και χρησιμεύει για να πλευρίζουν τα πλοία, προκυμαία, προβλήτα2. (συνενδ.) λιμάνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. molo].
Dictionary of Greek. 2013.